Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Το σαρκοβόρο και εγώ.

Χρόνια αφ' ότου οι ανώτερες δυνάμεις είχαν σταματήσει να με φωνάζουν ζαχαρένια και οι βασιλικές τίγρεις είχαν σταματήσει να μου τρώνε τη μύτη με τα σαλιάρικα στόματά τους,σηκώθηκα κάπως βιαστικά από το αναπνέων μαξιλάρι, που είχε αρχίσει να φουσκώνει επικίνδυνα,  και βάλθηκα να ζωγραφίζω πολλά παράθυρα.
Έξω από τα παράθυρα έβαζα λόφους και θάλασσες και ανθρώπους να κρέμονται από μια βίδα και χρώματα, που άλλαζαν σε κάθε μας αναπνοή από  μελοπράσινο σε σταχτί.
Οι ζωγραφιές μου δεν ήταν καλές,οι γραμμές ήταν πάντα στραβές όσους χάρακες και μέτρα αν χρησιμοποιούσα.Τα χεράκια μου δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να ακολουθήσουν τις πορείες των μελισσών και των μαυρομπάμπουρων που μπαινόβγαιναν από τα μεγάλα παράθυρα και έτσι έχανα κάθε ελπίδα προοπτικής του χώρου ,αλλά ναι, και του χρόνου.
Σιγά-σιγά μιας και οι γραμμές δεν ήταν ποτέ αρκετά ίσιες, μαζί με τη ζαχαρένια και τη σαλιωμένη μύτη της,έφυγαν σχεδόν οριστικά και τα παράθυρα.
    Τα δωμάτια μείναν ξαφνικά με μια λάμπα φθορίου και μια πόρτα τύπου σαλούν.